Νατάλ

Νατάλ
(Natal). Επαρχία (6.0355 τ. χλμ.) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό και ορίζεται στο εσωτερικό από την αλυσίδα των ορέων Ντράκενσμπεργκ που κατεβαίνουν με αναβαθμίδες έως τα κράσπεδα των ακτών. Η παράκτια αυτή λωρίδα, με πλάτος μόλις 10 χλμ. προς ΝΔ, γίνεται σιγά - σιγά πιο εκτεταμένη προς ΒΑ στην περιοχή της Ζουλουλάνδης, που μορφολογικά σχηματίζεται από τη νότια διακλάδωση της πεδιάδας της Μοζαμβίκης. Έχει ανεπτυγμένη τη γεωργία, με κυριότερα προϊόντα το ζαχαροκάλαμο (τροφοδοτεί σημαντικές βιομηχανίες και είναι μια από τις σπουδαιότερες οικονομικές πηγές της χώρας), τις αραχίδες, τις μπανάνες και τους ανανάδες. Οι καλλιέργειες αυτές εφαρμόζονται εντατικά στην παράκτια πεδιάδα· στις περιοχές του εσωτερικού, οι τεράστιοι βοσκότοποι συμβάλλουν στην ανάπτυξη σημαντικής κτηνοτροφίας, κυρίως προβατοειδών και αιγοειδών. Το υπέδαφος περικλείει τεράστια κοιτάσματα γαιανθράκων που ευνόησαν την ανάπτυξη των βιομηχανιών, οι οποίες είναι συγκεντρωμένες κυρίως στη Ντάρμπαν, τη μεγαλύτερη πόλη της Ν. κι ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια της νότιας Αφρικής. Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Πιτερμάριτσμπεργκ (192. 417 κάτ.), σε υψόμετρο 700 μ. στην ενδοχώρα της Ντάρμπαν, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από βουνά, έδρα βιομηχανιών κατασκευής μηχανών, ειδών διατροφής και βυρσοδεψίας - από τις άλλες μικρές πόλεις, κυριότερες είναι η Λαίντισμιθ και η Νιούκασλ στο εσωτερικό, και η Πορτ Σέπστον στην ακτή. Ο πληθυσμός αποτελείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από νέγρους, σημαντικό όμως είναι και το ποσοστό των κατοίκων ινδικής καταγωγής, οι οποίοι συνέρρευσαν εκεί τον περασμένο αιώνα για τις καλλιέργειες του ζαχαροκάλαμου και του τσαγιού. Στις ακτές της Ν. έφτασε πρώτος ο Βάσκο ντα Γκάμα το 1497 -μετά το 1824 έφτασαν Άγγλοι και Ολλανδοί άποικοι- το 1843, η Μεγάλη Βρετανία προσάρτησε τη χώρα, την οποία αρχικά υπήγαγε στην Αποικία του Ακρωτηρίου, αλλά το 1893 την ανακήρυξε αυτόνομη αποικία και το 1910 αποτέλεσε τμήμα της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης (μετέπειτα Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας). Oρεινό χωριό. Στη νοτιοαφρικανική αυτή επαρχία υπάρχουν περιοχές στις οποίες φυλές νέγρων διατηρούν άθικτες τις παραδόσεις τους και το κοινωνικό τους σύστημα, παρά την σχετική πρόοδο που εμφανίζουν οι γειτονικές περιοχές. Mια νέα Ζουλού του Νατάλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… …   Dictionary of Greek

  • Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • Ντάρμπαν ή Ντούρμπαν — (Durban). Πόλη (2.396.100 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, στην επαρχία Νατάλ (92.100 τ. χλμ., 9.523.600 κάτ. το 2003), της οποίας είναι το σημαντικότερο κέντρο· Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, σ’ έναν κόλπο καλά προστατευμένο, 480… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο Γκράντε ντου Νόρτε — (Rio Grande do Norte). Ομόσπονδη Πολιτεία της ανατολικής Βραζιλίας, στο βορειοανατολικό άκρο της Νότιας Αμερικής (ακρωτήριο Σαν Ρόκο). Βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και στα Α και συνορεύει με τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Σεαρά… …   Dictionary of Greek

  • ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του …   Dictionary of Greek

  • αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμα, Βάσκο ντα- — (Vasco da Gama, Σίνες, Μπάιχο Αλεντέζο 1469; – Κοτσίν, Ινδία 1524). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία ακολούθησε σταδιοδρομία ναυτικού. Πήρε μέρος σε μερικές πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά …   Dictionary of Greek

  • Μπόερς — (ολλανδ. Boeren = γεωργοί). Ονομασία με την οποία προσδιορίζονται οι απόγονοι των πρώτων Ολλανδών και Γερμανών αποίκων της Νότιας Αφρικής, σε αντιδιαστολή προς τους αγγλικής καταγωγής αποίκους, που εγκαταστάθηκαν εκεί αργότερα. Έτσι, η ιστορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”